- σειραίων
- σειραί̱ων , σειραῖοςjoined by a cordfem gen plσειραί̱ων , σειραῖοςjoined by a cordmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σειραίος — αία, ον, Α 1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα 2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα 3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. αῖος … Dictionary of Greek